- ἀμβλυγώνιος
- ἀμβλυγώνιοςobtuse-angledmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμβλυγώνιος — α, ο (Α ἀμβλυγώνιος, ον) αυτός που έχει αμβλεία γωνία αρχ. το ουδ. ως ουσ. τό ἀμβλυγώνιον αμβλεία γωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + γώνιος < γωνία] … Dictionary of Greek
αμβλυγώνιος — α, ο αυτός που έχει αμβλεία γωνία: Το τρίγωνο αυτό είναι αμβλυγώνιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμβλυγώνιον — ἀμβλυγώνιος obtuse angled masc/fem acc sg ἀμβλυγώνιος obtuse angled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλυγωνίοις — ἀμβλυγώνιος obtuse angled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλυγωνίου — ἀμβλυγώνιος obtuse angled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλυγωνίους — ἀμβλυγώνιος obtuse angled masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλυγωνίων — ἀμβλυγώνιος obtuse angled masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλυγωνίῳ — ἀμβλυγώνιος obtuse angled masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλυγώνια — ἀμβλυγώνιος obtuse angled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλυγώνιοι — ἀμβλυγώνιος obtuse angled masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)